- Μόσχα
- ηη πρωτεύουσα της Ρωσίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού … Dictionary of Greek
Τατλίν, Βλαντιμίρ Εφγκράφοβιτς — (Μόσχα 1885 – 1956). Ρώσος γλύπτης. Σπούδασε στην Ακαδημία της Μόσχας και ύστερα έγινε μαθητής του Μιχαήλ Φιοντόροβιτς Λαριόνοφ. Τα πρώτα αφηρημένα ανάγλυφά του χρονολογούνται από το 1913: ο Τ. θεωρείται ο πρώτος γλύπτης που έπαψε να δημιουργεί… … Dictionary of Greek
Ερμόλοβα, Μαρία Νικολάγεβνα — (Μόσχα 1853 – 1928). Ρωσίδα ηθοποιός. Πρωτοεμφανίστηκε το 1870, αντικαθιστώντας την ηθοποιό Φεντότοβα στην Αιμιλία Γκαλότι του Λέσινγκ. Επιβλήθηκε οριστικά το 1873, παίζοντας τη Θύελλα του Οστρόβσκι και συνέχισε τη σταδιοδρομία της ερμηνεύοντας… … Dictionary of Greek
Μπάζοφ, Νικολάι Γκενάντιεβιτς — (Μόσχα 1922 –). Ρώσος φυσικός. Περάτωσε τις σπουδές του στη Μόσχα και δίδαξε στο Ινστιτούτο Φυσικής Λεμπέντεφ, του οποίου το 1957 έγινε υποδιευθυντής. Κατόπιν έγινε καθηγητής του Ινστιτούτου φυσικής μηχανικής της Μόσχας· το 1959 έλαβε το βραβείο… … Dictionary of Greek
Μπιέλι, Αντρέι — (Μόσχα 1880 – 1934). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα και κριτικού λογοτεχνίας Μπόρις Νικολάγεβιτς Μπουγκάεφ. Υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της κίνησης του συμβολισμού και του εμπειρισμού στη ρωσική λογοτεχνία. Σπούδασε φυσικές… … Dictionary of Greek
Πετρώφ, Ιωάννης — (Μόσχα 1844 – 1922). Ρώσος φιλέλληνας. Σπούδασε σε στρατιωτική σχολή και άρχισε τη σταδιοδρομία του ως αξιωματικός πυροβολικού στο ρωσικό στρατό. Σύντομα όμως παραιτήθηκε από τη στρατιωτική σταδιοδρομία και επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Για μια… … Dictionary of Greek
Φεντότοφ, Πάβελ Αντρέγεβιτς — (Μόσχα 1815 – Πετρούπολη 1852). Ρώσος ζωγράφος και σχεδιαστής. Έχει ζωγραφίσει με δηκτική διάθεση και σάτιρα σκηνές της στρατιωτικής ζωής, της μικροαστικής τάξης εμπόρων και υπαλλήλων της Μόσχας του 19ου αι. Από τους πίνακές του αξιολογότεροι… … Dictionary of Greek
Χέρτσεν, Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς — (Μόσχα 1812 – Παρίσι 1870). Ρώσος συγγραφέας. Σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, από νέος όμως ακόμα συγκρότησε, μαζί με τον Ογκαριόφ, την πρώτη σοσιαλιστική ομάδα γαλλικής επίδρασης. Το 1834 εξορίστηκε στο Περμ, ξαναγύρισε στη… … Dictionary of Greek
Βιάζεμσκι, Πιοτρ Αντρέγεβιτς — (Μόσχα 1792 – Μπάντεν Μπάντεν 1878).Ρώσος ποιητής και κριτικός. Υπήρξε επίσης πολιτικός, διπλωμάτης και δημοσιογράφος. Μαζί με τον Γιάζικοφ θεωρείται ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής του ρεύματος που άρχισε με τον Πούσκιν. Λογοτέχνης με πολυμερή… … Dictionary of Greek
Καντίνσκι, Βασίλι — (Μόσχα 1866 – Νεϊγί σιρ Σεν 1944). Ρώσος ζωγράφος. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός αφηρημένης τέχνης στην Ευρώπη. Έφυγε από την πατρίδα του το 1896, εγκαταλείποντας τις σπουδές νομικής και πολιτικής οικονομίας, και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο για να… … Dictionary of Greek